- επερύω
- ἐπερύω (Α)1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ' ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.)2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη»)3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.)4. στήνω, ιδρύω («τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερύω «έλκω, σύρω»].
Dictionary of Greek. 2013.